- διάπηγμα
- το перекладина, крестовина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάπηγμα — cross bar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… … Dictionary of Greek
διαπηγμάτων — διάπηγμα cross bar neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήγμασι — διάπηγμα cross bar neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήγμασιν — διάπηγμα cross bar neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήγματα — διάπηγμα cross bar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήγματι — διάπηγμα cross bar neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπήγματος — διάπηγμα cross bar neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπηξ — ( ηγος), ο βλ. διάπηγμα … Dictionary of Greek
ενδέτης — ο διάπηγμα (τραβέρσα) με το οποίο στηρίζονται εσωτερικά τα τοιχώματα δεξαμενής ή μεγάλου δοχείου ή λέβητα … Dictionary of Greek
τρέσα — η, Ν 1. ταινιωτό πλέγμα, είδος ταινίας που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. ναυτ. (στα μεγάλα ιστιοφόρα) το διάπηγμα τών θωρακίων, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tresse] … Dictionary of Greek